- κορίου
- κόριονlittle girlneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίμηξ — ο ζωολ. επιστημονική ονομασία τού κοριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cimex < λατ. cimex] … Dictionary of Greek
κόνιδα — και κονίδα, η (ΑM κονίς, ίδος, Μ και κόνιδα) αβγά ψείρας, ψύλλου ή κοριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κονίς, ίδος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *knid «ψείρα, αβγό ψείρας» (το ο τού τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολ. επίδραση τής λ. κόνις «σκόνη») και συνδέεται με… … Dictionary of Greek
κόνιδα — κόνιδα, η και κονίδα, η αβγό της ψείρας, του κοριού, του ψύλλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)